28 Ιαν 2013

Η γοητευτική ελαφρότητα του Πάβλου Χαμπίδη



Το κείμενο του Χριστόφορου Μπόικου για την έκθεση «Passages». Ο ζωγράφος εκθέτει στο Παρίσι τις εντυπώσεις που συνέλεξε περαστικός από την Πόλη του Φωτός, τις Βρυξέλλες και την Κωνσταντινούπολη:


«Το 2004 ο Πάβλος Χαμπίδης ολοκλήρωσε το ταξιδιωτικό σημειωματάριο της Αθήνας (Carnet de voyage d' Athenes) για την Louis Vuitton, ένα βιβλίο με σχέδια της ελληνικής πρωτεύουσας, το οποίο απευθυνόταν στους πελάτες του Παριζιάνικου Οίκου, στα 300 και υποκαταστήματά του ανά τον κόσμο. Η ομολογουμένως μεγάλη επιτυχία αυτού του βιβλίου οδήγησε τον καλλιτέχνη στην ενασχόλησή του ως «ακουαρελίστας» του διεθνούς αστικού τοπίου.

Στην έκθεση «Passages» ο καλλιτέχνης δείχνει σχέδια του Παρισιού, των Βρυξελλών και της Κωνσταντινούπολης. Ο καλλιτέχνης «πιάνει» μ’ ένα φευγαλέο τρόπο γνωστές τοποθεσίες αυτών των πόλεων, αλλά και πιο κρυφές πτυχές του αστικού τους τοπίου.

Σαν ένας βιαστικός ή ελαφρά αφηρημένος περαστικός, σταματάει που και που, παρατηρεί και σημειώνει  μία γραφική γωνία, αρχιτεκτονικά διακοσμητικά στοιχεία, ένα φανάρι, μία είσοδο του Μετρό ή μία ομάδα τουριστών που ξεκουράζονται σ’ ένα παγκάκι, και μετά ξαναπαίρνει το δρόμο του.

Ο Χαμπίδης σχεδιάζει in situ, με σινική μελάνι και στη συνέχεια βάζει το χρώμα με ηρεμία στο εργαστήριό του. Οι ολοκληρωμένες ακουαρέλες του διατηρούν την αρχική φευγαλέα  εντύπωση και έχουν ένα τόνο γοητευτικής ελαφρότητας. Είναι διαποτισμένες με χιούμορ και την οφθαλμοφανή έφεση του περιπλανώμενου καλλιτέχνη προς τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες και τις «προσόψεις» της μεγαλούπολης, τις οποίες συναντά στις διαδρομές του. Αυτή η ελαφρότητα,  η οποία ενισχύεται  από την νευρική του γραμμή και την διαφάνεια της ακουαρέλας, είναι ένα σπάνιο στοιχείο στο μάλλον βαρύ περιβάλλον της σύγχρονης τέχνης. Θυμίζει τα σχέδια πόλεων καλλιτεχνών του 19ου αιώνα, όπως ο Constantin Guys, αλλά και τα περίφημα εξώφυλλα του περιοδικού New Yorker, και δη αυτά του Saoul Steinberg. Η χιουμοριστική αντιμετώπιση των προσώπων στο αστικό περιβάλλον τους συγγενεύει και με τα κλασσικά σχέδια του γάλλου εικονογράφου Sempe.

Στα λάδια του ο Χαμπίδης ζωγραφίζει συχνά το συμβολικό πρόσωπο ενός νέου άνδρα, γυμνό και σπανιότερα ντυμένο, πάντα μετωπικά, σαν ένας σύγχρονος κούρος, σε διάφορες συνθέσεις με ζώα  και φρούτα  της ελληνικής υπαίθρου. Η με αρχέγονο τρόπο και Μεσογειακά χρώματα (ώχρες, σέπια και κεραμιδί) απόδοση αυτών των χαρακτήρων, τους κάνει να μοιάζουν με μακρινούς απογόνους Βυζαντινών φιγούρων, των προτύπων του Πικάσο ή σύγχρονων ελλήνων ζωγράφων όπως του Γιάννη Τσαρούχη.

Ενίοτε ονειρώδη, πότε-πότε μέσα σε πόνο, πάντα όμως με τρυφερότητα και μελαγχολία, ακολουθούν τον καλλιτέχνη από την αρχή της καριέρας του, προσδιορίζοντας τα διάφορα στάδια, την ψυχική του διάθεση, την εξέλιξη και τη συνέχεια της καλλιτεχνικής του διαδρομής».



26 Μαΐ 2012

Κώστας Παπανικολάου, η προκυμαία είχε τη δική της ιστορία


Η προκυμαία του Πόρου είχε τη δική της ιστορία και ο ζωγράφος Κώστας Παπανικολάου τη σπουδάζει από την απέναντι ακτή του Γαλατά, όπου συνήθως απομονώνεται. Σκέφτεται ότι αυτά τα ωραία σπίτια χτίστηκαν το καθένα ξεχωριστά, σε διαφορετικό χρόνο, από διαφορετικούς ανθρώπους, συχνά και για να στεγάσουν διαφορετικές ανάγκες. Ακουμπούν όμως το ένα στο άλλο, ανταλλάσσουν ιδέες, διαφωνούν ή και συγκρούονται. Συνθέτουν τον οικισμό.
Αυτά «πειράζουν» τον ζωγράφο και αυτός με τη σειρά του αποφασίζει να «πειράξει» τον θεατή, αγγίζοντας την ψυχή των σπιτιών με το πινέλο του και μεταμορφώνοντάς τη σε μια εικονογραφημένη ιστορία φτιαγμένη με ανθρώπινα υλικά. Ο Κώστας Παπανικολάου θέλει να περάσει μπροστά και από άλλα θαλασσινά μέτωπα της Ελλάδας, και από άλλες προκυμαίες που διηγούνται την ιστορία τους. «Τα σπίτια έχουν μεγάλο ενδιαφέρον γιατί είναι το κέλυφος της ζωής των ανθρώπων» λέει.

Στον Πόρο ζούσε – και ζει – μια κοινότητα που τα μέλη της είναι πολύ διαφορετικά. Ετσι τα παραδοσιακά σπίτια «συζούν» με τα εξαιρετικά λαϊκά σπίτια των ναυτικών, τα ακαθόριστου στυλ «οικονομημένων» και βεβαίως τα αρχοντικά των καραβοκύρηδων. Το κάθε ένα αντιπροσώπευε τις ανάγκες του ιδιοκτήτη του.
Το πρώτο στοίχημα που έβαλε ο Παπανικολάου ήταν να ζωγραφίσει με «χειρουργική ακρίβεια» τον οικισμό, ένα-ένα σπίτι όπως ακριβώς χτίστηκε, με σωστές αναλογίες. «Εγώ κάνω το ρηχό ανάγλυφο του παιχνιδιού του ήλιου με αυτά τα σπίτια» εξηγεί. Το δεύτερο στοίχημα γι' αυτόν ήταν το υλικό του. «Το υλικό διηγείται με ακρίβεια τον εαυτό του. Οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι πάνω σε τοίχο, πάνω σε “σοβατισμένα” τούβλα με την τεχνική του φρέσκο».


Το σπίτι μας μάς ακολουθεί. Ακολουθεί και τον ζωγράφο από το μικρό χωριό της Αρτας. Είναι ωραία τα ζωγραφισμένα σπίτια; «Η ομορφιά δεν είναι το ζητούμενο» απαντά. «Υπάρχει στην αίσθηση που σου αφήνει το γεγονός. Εξάλλου το ωραίο δεν είναι αιώνιο. Μαλλιοτραβιέται με τη μόδα, τις ανάγκες, τις εποχές. Τα σπίτια τα δικά μου μοιάζουν με τα πρόσωπα που φτιάχνουν τα παιδιά, που έχουν δύο παράθυρα για μάτια, μια μπαλκονόπορτα για μύτη, ένα μπαλκόνι για μουστάκι και μια εξώπορτα για στόμα».
Αυτό έχει να κάνει με τη σημασία που δίνει ο ίδιος στην έννοια του σπιτιού: «Τα σπίτια είναι η ψυχολογία των παιδικών μας χρόνων. Ο καθένας όταν λέει “σπίτι” εννοεί βασικά την ψυχή του και όχι το κτίριο. Εννοούμε τη φωλιά μας, τη σιγουριά μας. Εξ αντανακλάσεως το κτίριο ανακαλεί τα ψυχικά μας αθλήματα, γιατί όλοι ζήσαμε σε ένα σπίτι και έχουμε στο μυαλό μας την έννοια της εστίας».
Ο Κώστας Παπανικολάου θα συνεχίσει να περιδιαβάζει με χειροποίητα ζωγραφικά μέσα τις νησιώτικες προκυμαίες. «Οι οικισμοί των νησιών φαίνονται ίδιοι, αλλά είναι παρόμοιοι. Εκτός από την εικόνα τους, έχουν και μια δική τους μουσική συχνότητα, τα χρώματα, τις κλίμακες, την ιστορία τους. Οπως βλέπεις τη σιλουέτα των νησιών από το καράβι και την αναγνωρίζεις αν έχεις ξαναπεράσει, έτσι και οι οικισμοί έχουν το δικό τους αποτύπωμα. Θα μπορούσα να ζωγραφίσω και τις πολυκατοικίες του Πειραιά. Δεν με νοιάζουν μόνο τα νεοκλασικά με την έννοια της παρωχημένης ομορφιάς. Τα σπίτια είναι ωραία ως τσόφλι της ζωής των ανθρώπων».

2 Απρ 2012

Τα χρώματα του Πάθους από τον Απόστολο Χαντζαρά


Οι μέρες το καλούν, η άνοιξη μας καλεί, να δούμε με πιο αισιόδοξα χρώματα το Δωδεκάορτο, από τον Ευαγγελισμό μέχρι τη Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη. Τίποτε άλλο εκτός από τον Επιτάφιο Θρήνο και την Αποκαθήλωση, δεν είναι πιο αισιόδοξο. Ο Απόστολος Χαντζαράς πήγε τα χρώματά του πέρα από τις παραδοσιακές σχολές της βυζαντινής ζωγραφικής, και εκθέτει τα δώδεκα έργα του από τις 5 Απριλίου στην Αίθουσα Τέχνης Σκουφά. Αυτή είναι η πρώτη φάση του «Ήλιου», της πορείας του ζωγράφου προς Ανατολάς.

9 Φεβ 2012

«Διαπεραστικές Σκιές» από τον Μιχάλη Αρφαρά και την Kati Mahrt


Η χαράκτρια Kati Mahrt και ο καθηγητής χαρακτικής στην ΑΣΚΤ Μιχάλης Αρφαράς συνομιλούν με εικόνες και αντικείμενα για την σκιά, ένα φαινόμενο που πάντα απασχολούσε τους ανθρώπους, στο The Art Foundation (TAF), Νορμάνου 5, Μοναστηράκι. Η έκθεση θα εγκαινιαστεί την Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου και θα διαρκέσει έως τις 20 Μαρτίου. Μια από τις αλήθειες που περιέχουν τα έργα των δυο δημιουργών, είναι ότι «ο διαρκώς αυξανόμενος τεχνητός φωτισμός του κόσμου και το δυνητικό ονειρικό τοπίο μας θαμπώνουν και εξαλείφουν τις σκιές».

16 Ιαν 2012

Τάσος Μαντζαβίνος: Ο καραγκιόζης την εποχή της κρίσης


Ο Τάσος Μαντζαβίνος αναπνέει για να δημιουργεί και δημιουργεί για να αναπνέει. Η σκέψη του κάθε στιγμή είναι στο πως θα ανασυνθέσει την ομορφιά, σχολιάζοντας την ασχήμια. Χρησιμοποιεί υλικά από τα όνειρα, συχνά στην πιο δυναμική στιγμή τους, τον εφιάλτη. Ζωγραφίζει ωραίους πίνακες, αναζητώντας με φόβο και λατρεία την άσχημη εκδοχή των προσώπων ή των πραγμάτων. Κι ο Καραγκιόζης είναι αρκετά άσχημος για να γίνει ένα από τα αρχέγονα σύμβολα του ζωγράφου, αλλά όχι μόνο γι αυτό. Συντρέχουν και πολλοί άλλοι λόγοι που το θέατρο των σκιών βγαίνει αυτή την εποχή πιο έντονα στο προσκήνιο της ζωγραφικής του και γίνεται η έκθεση «Εγώ και ο καραγκιόζης» που θα παρουσιαστεί στην αίθουσα τέχνης Σκουφά.


Για τον Τάσο Μαντζαβίνο η ασχήμια κρύβει μέσα της την άρνηση, την ανυπακοή, την αντίδραση. Η ζωγραφική είναι επανάσταση. Ο ζωγράφος που απεχθάνεται κάθε είδους εξωραϊσμό, πιστεύει ότι «ο καραγκιόζης είναι ράπισμα στη διάχυτη αισθητική του τίποτα και στο “φτιασίδωμα” στην τέχνη». «Υπάρχει από τη μια η αγάπη για τον καραγκιόζη και από την άλλη η αντίδραση, γιατί σαν αντίδραση έκανα πάντα αυτή τη ζωγραφική που κάνω», προσθέτει. Ο ζωγράφος δεν θέλγεται από την ιδεολογία του καραγκιόζη, αντίθετα πιστεύει ότι ο πολιτισμός του νεοπλουτισμού που πάει να δύσει μέσα σε έντονες κρίσεις, έχει οικειοποιηθεί τον καραγκιόζη και τον έχει απολαϊκοποιήσει. Ο ίδιος ο Καραγκιόζης δεν έχει πολιτική συνείδηση γιατί είναι λούμπεν στοιχείο και ο Χατζηαβάτης είναι το κατ’ εξοχήν «λαμόγιο», ανάμεσα στο λαό και την εξουσία του Πασά. «Δεν είμαι σύμφωνος με την ιδεολογία του καραγκιόζη, τον χρησιμοποιώ. Του βάζω άλλα λόγια. Εχω κάνει τον Καραγκιόζη να τρώει ξύλο από τη μάνα του. Είναι κακό που τη δεδομένη στιγμή ο λαός έχει ταυτιστεί με τον καραγκιόζη», λέει ο ζωγράφος.


 Πώς γίνεται όμως ο Τάσος Μαντζαβίνος να αναζητεί τον καραγκιόζη ως τον πατέρα της ζωγραφικής του; Ο ίδιος διευκρινίζει ότι ασχολείται με το εικαστικό μέρος του θεάτρου σκιών: «Πρώτα μου αρέσει ο καραγκιόζης ως εικαστική παρουσία. Είναι το μόνο πράγμα που έχω. Ως ζωγράφος ψάχνω το στίγμα μου. Δεν είμαι ευρωπαίος, δεν είμαι ανατολίτης. Εγώ θα πρέπει να ασχοληθώ με αυτά που βρήκα εδώ, στο δικό μου σταυροδρόμι, τα αρχαία, τη βυζαντινή ζωγραφική, τη λαϊκή τέχνη, τον καραγκιόζη. Ο καθένας βρίσκει το δρόμο του, όταν αναβαπτιστεί στην παράδοσή του. Για μένα, αυτή τη ζωγραφική έχουμε. Είναι αυτό που λες, έχω έναν πατέρα και είναι καλός ό,τι και να είναι. Εμάς ο εικαστικός μας πατέρας είναι ο καραγκιόζης και όλα τα άλλα».

Οι διανοούμενοι είχαν εκτιμήσει από παλιά την αυθεντικότητα του Καραγκιόζη και συνέβαλαν να βγει το θέατρο σκιών από  τα κακόφημα θεάματα. Ο Αγγελος Σικελιανός έγραφε στον Σωτήρη Σπαθάρη: «Η Τέχνη Σου είναι στη βάση της λαϊκής ψυχής και ζωής και μακάριος που την αντικρύζει με τη σοβαρότητα που της οφείλεται. Μέσα της δεν κατασταλάζει μόνο η λαγαρή θυμοσοφία του λαού μας προς στ’ ανάποδα του κόσμου, αλλά ξεσκεπάζεται κι η πηγαία δύναμη πο ’χει μέσα του και με την οποία υπερνικά αυτά τα ανάποδα με ψυχισμό ασύγκριτο (…)». Και ο Γιάννης Τσαρούχης συμπλήρωνε αργότερα: «Υπάρχει μια χυμώδης χάρη για μια ηρωική διάθεση με πολλή αφέλεια που σου γοητεύει τις αισθήσεις και σε πείθει πως αλλιώς δεν μπορεί να είναι, παρά να πηγάζει μέσα απ’ τον ίδιο τον άνθρωπο».


Πάντα ο Τάσος Μαντζαβίνος ζωγράφιζε τον καραγκιόζη, συχνά με τα δικά του χαρακτηριστικά, και τους άλλους ήρωες του θεάτρου σκιών. Πριν αρχίσει να ασχολείται εντατικά με τον καραγκιόζη, ζωγράφιζε ακατάπαυστα για ένα διάστημα λήσταρχους, τον Φώτη Γιαγκούλα και τους άλλους ρομπέν των ορέων στη λαϊκή φαντασία, με άγρια γένια και σταυρωτά τα φισεκλίκια, πάνω από το γιλέκο και την ελληνοπρεπή φουστανέλα. Είναι τυχαίο; «Σύμπτωση» λέει ο ζωγράφος. «Ήλθε μόνο του. Η ίδια η ζωγραφική μου, με το δρόμο που πήρε, συναντήθηκε με τον καραγκιόζη. Έχω ξεχάσει ότι ζωγραφίζω τον καραγκιόζη». Όταν το καλοσκέπτεται όμως, παραδέχεται ότι υπάρχει η ιδέα της αντίδρασης στην κατάσταση που βιώνουμε: «Κατά βάθος ο καραγκιόζης είναι στοιχείο αιρετικό, αναρχικό, επαναστατικό, είναι ένα “φτύσιμο”. Και εμένα μου αρέσει η τέχνη που δεν είναι κομψή. Μου αρέσει η αμεσότητα που έχει, η πηγαία έκφραση. Η ζωγραφική μου δεν είναι “σαλονάτη” και εν συνειδήσει δεν είναι “σαλονάτη”. Προτείνει αισθητική, μια καινούργια αισθητική. Οι πίνακες δεν είναι στολίδια και δεν γουστάρουν να παίζουν ρόλο στο δείπνο ενός πλουσίου. Αν η τέχνη δεν τσιγκλάει την αισθητική, τότε γιατί να υπάρχει;».


Η κρίση φαίνεται πως έχει απασχολήσει πολύ τον Τάσο Μαντζαβίνο, όπως και η επόμενη ημέρα: «Η κρίση είναι μεθοδευμένη με τρόπο επιστημονικό για να ευνουχιστεί και πολιτιστικά ο Ελληνας, να μη σκέπτεται. Είναι γενικότερη πολιτιστική παρακμή. Αυτό έγινε τυχαία; Καθόλου. Κάναμε κι εμείς πολλά σφάλματα. Το μεγαλύτερο ήταν που πετάξαμε στα σκουπίδια τους βυζαντινούς ναΐσκους πάνω από τα αρχαία ερείπια, αυτούς που συμβόλιζαν τη συνέχειά. Ως πότε θα ζούμε από την κλασική παιδεία της Ευρώπης; Να ξεχωρίσουμε από τους αρχαίους και να αρχίσουμε να παράγουμε νεότερο πολιτισμό. Αλλά για να υπάρξει αυτός ο πολιτισμός θα πρέπει να υπάρξουν και αποδέκτες του. Αλλά αυτή την εποχή το να σκέπτεσαι είναι κόπος. Αν συνεχίσουμε έτσι χωρίς αυτοσυνείδηση, μπερδεμένοι, ταπεινωμένοι, ευνουχισμένοι, χωρίς περηφάνια, όλο και πιο πολύ θα μοιάζουμε στον καραγκιόζη»

Η έκθεση του Τάσου Μαντζαβίνου «Ο καραγκιόζης κι εγώ» εγκαινιάζεται σήμερα Τρίτη 17 Ιανουαρίου, στην Γκαλερί Σκουφά (Σκουφά 4, Κολωνάκι) και θα διαρκέσει έως τις 11 Φεβρουαρίου.

Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τάσου Μανταβίνου «Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» θα παρουσιαστεί στις 23 Ιανουαρίου στο Ιδρυμα Νέες Μορφές (Βαλαωρίτου 9, Κολωνάκι).

11 Ιαν 2012

Η πενία τέχνας κατεργάζεται


«Η πενία της Ελλάδος επέβαλε τη λιτότητα και αυτή η ίδια η πενία οδήγησε σε μια μεγάλη ελευθερία της σκέψεως και της φαντασίας (...)»

Γιάννης Τσαρούχης, περιοδικό «Ζυγός», Νο 6, 1956

14 Δεκ 2011

Stephen Antonakos: Ο καλλιτέχνης που έφερε το neon


Φανταστείτε έναν καλλιτέχνη με πρωτοποριακή ματιά, στις αρχές της επαναστατικής δεκαετίας του 1960, να περπατά στους νυχτερινούς δρόμους του Μανχάταν, στο επίκεντρο της Νέας Υόρκης. Η αμφισβήτηση γενικώς και ειδικά των παραδοσιακών ιδιωμάτων της τέχνης, υπάρχει ήδη διάχυτη παντού, όπως οι φωτεινές επιγραφές με νέον (neon) – ότι πιο σύγχρονο τότε στη γλώσσα της διαφημιστικής επικοινωνίας – σκόρπιζαν τα έντονα χρώματά τους και μηνύματά τους παντού. Ξαφνικά ο καλλιτέχνης δεν έβλεπε πλέον το διαφημιστικό μήνυμα, αλλά σκεφτόταν τα δικά του μηνύματα ειπωμένα με αυτό το μέσο, με τη γλώσσα του νέον. Ακόμη και η ανάμνηση ενός ξωκλησιού, τη μοναδική που ο καλλιτέχνης είχε φέρει μαζί του από τη μακρινή πατρίδα του, κι αυτή θα την μετουσιώσει και θα την παρουσιάσει με το υλικό των επιγραφών του Μανχάταν.


Από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης διαβάζει μια ποιητική και διαβλέπει ένα διαφορετικό μήνυμα από το κυριολεκτικό που έχουν ταχθεί τα πράγματα να εκπέμπουν, τότε έχουμε μια στιγμή πρωτοπορίας στην τέχνη. Όπως θα γράψει ο Braian O’Doherty «τέτοιες σπάνιες στιγμές θεωρούνται ιερές στο μοντερνισμό, ιδίως με τη γέννηση της αφαίρεσης, όταν ο Kandinsky είδε, ένα σούρουπο, κάτι που μετέδιδε όχι την ταυτότητά του αλλά ένα ασταθές σύμπλεγμα σχημάτων και χρωμάτων. Ο Antonakos έχει αρνηθεί σθεναρά να προσδώσει οποιαδήποτε κυριολεκτική σημασία στα έργα με νέον, θέση που τη διατήρησε μέχρι που τα ξωκλήσια του επέμειναν, ενάντια στη μεταμοντέρνα τακτική, να αναδείξουν μια πνευματική συνιστώσα».

Από το 1960 μέχρι σήμερα, ο Στήβεν Αντωνάκος (1926) παρουσιάζει έργα νέον, τα οποία έχουν άμεση σχέση με την αρχιτεκτονική (αλλά και έργα σε χαρτί) σε πάνω από 100 ατομικές και περισσότερες από 200 ομαδικές εκθέσεις στη Νέα Υόρκη όπου ζει και λειτουργεί το ατελιέ του, την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Επίσης έχει δημιουργήσει πάνω από 45 μόνιμα έργα σε δημόσιους χώρους ανά τον κόσμο.


Καθώς ο Αντωνάκος υπήρξε πρωτοπόρος στη χρήση του νέον και οι γλυπτικές συνθέσεις του βασίζονται σε αυτό το υλικό. Αν και αποτελεί σύμβολο της τεχνολογικής εξέλιξης και της σκληρότητας της μηχανοποιημένης εποχής μας, εν τούτοις μπορεί να είναι εκφραστικό και να δημιουργεί γύρω του πεδίο σκέψεων, όπως το έργο «Procession» («Πομπή»), το οποίο είναι εγκατεστημένο στο σταθμό Αμπελόκηποι του μετρό. Οι επιβάτες βρίσκονται στην καθημερινή ζωή τους μέσα σε έναν ενεργό χώρο, τον οποίο έχει διαμορφώσει η συνδιάλεξη μεταξύ αυτού και των αφηρημένων φωτεινών σχημάτων με νέον, των κυματιστών γραμμών και των γωνιών, που του προσδίδουν ζωή και εκφραστικότητα. Τέτοια ατμόσφαιρα διαμορφώνουν οι δημιουργίες του Αντωνάκου και στον χώρο των αίθουσών τέχνης, με μεγαλύτερη ένταση ίσως, καθώς αυτός έχει διαμορφωθεί ειδικά για να λειτουργούν τα έργα τέχνης. Ο ίδιος έχει πει: «Ο χώρος είναι πολύ σημαντικός για τη δουλειά μου. Τον χρησιμοποιώ όλο για να δείξω κάθε ένα έργο αυτόνομα και για να μπουν σε μια σχέση από και προς μέσα στον χώρο, καθώς τον διασχίζεις».


Σε μια από τις εκθέσεις του, το σύνθημα του καλλιτέχνη ήταν «δεν υπάρχει τίποτα πιο μυστηριώδες από την απλότητα». Και εξακολουθεί να πιστεύει σε αυτό, επιστρατεύοντας την αμεσότητα. Τίποτε πιο απλό αλλά και πιο μυστηριώδες από τα απτά αντικείμενα μέσα σε πραγματικούς χώρους. Ακόμη και ο σταυρός, σύμβολο το οποίο εμφανίζεται σε πολλά έργα του Αντωνάκου, είναι για τον ίδιο «ό,τι βλέπετε. Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο. Όλα εξαρτώνται από το πού τον βλέπετε τοποθετημένο».

Κι όμως, ειδικά στα έργα του από τη σειρά «Chapels» («Παρεκκλήσια») – τα οποία παρουσιάστηκαν πρώτη φορά το 1989 – υπάρχει μυστήριο σε αυτούς τους χώρους διαλογισμού με νέον, καθώς είναι πάντα μυστηριακή η σχέση με την ορθόδοξη πίστη. Ο Στήβεν Αντωνάκος υπογραμμίζει:« Είμαι ορθόδοξος. Δεν θα μπορούσα να κάνω τέτοια έργα αν δεν είχα θρησκευτική πίστη». Αυτό είναι το νήμα που συνδέει τον καλλιτέχνη της ελληνικής διασποράς με το μικρό χωριό της Λακωνίας, τον Άγιο Νικόλαο, τη γενέτειρά του, από την οποία έφυγε μόλις 4 ετών μαζί με την οικογένειά του για να εγκατασταθούν στη Νέα Υόρκη. Όπως έχει ο ίδιος εκμυστηρευτεί δεν θυμάται πολλά πράγματα. Το μόνο που του έχει μείνει είναι η εικόνα ενός μικρού ξωκλησιού. Αυτό είναι η βασική ανάμνησή του.
Η επιμελήτρια της αναδρομικής έκθεσης του Στήβεν Αντωνάκου στο Μουσείο Μπενάκη Κατερίνα Κοσκινά, είχε σημειώσει: «Ο Stephen Antonakos επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι μπορεί να δημιουργεί με ασήμαντα στοιχεία του σύγχρονου αστικού τοπίου μια έξω-κοσμική ατμόσφαιρα, η οποία οδηγεί το θεατή στην επανανακάλυψη του μυστικού και ιερού χαρακτήρα της τέχνης».


Ο Στήβεν Αντωνάκος επαναβεβαιώνει τη φιλοσοφία της απλότητας, σχολιάζοντας και με την ευκαιρία της έκθεσής του που λειτούργησε έως τα τέλη Οκτωβρίου στο Παλαιό Ελαιουργείο, στην παραλία της Ελευσίνας: «Το μόνο που θέλω από στη ζωή μου και στην τέχνη μου, είναι να βρω τα απλούστερα μέσα για να μιλήσω για πιο πολύπλοκα πράγματα». Και για μια ακόμη φορά δείχνει με την ίδια απλότητα ότι η πρωτοπορία δεν είναι μια μοναχική πορεία κάποιου που τρέχει μπροστά, αλλά στηρίζεται και σε αρχέγονες αξίες, όπως της συλλογικότητας: «Ο καθένας μας ζει μόνο μια φορά. Είναι σημαντικό να πιστεύεις στον εαυτό σου και να λαμβάνεις αποφάσεις και να ξέρεις ότι κανείς δε ζει μόνος του και κανείς δεν εργάζεται μόνος. Είναι σημαντικό να αφοσιωθείς στο έργο, το έργο που μόνο εσύ μπορείς να κάνεις και, όπως λέει ο Καβάφης, «κάν’το όσο μπορείς καλύτερα».

Το έργο «The Search» που εξέθεσε στην Ελευσίνα, συντίθεται από παρεμβάσεις με νέον σε περίπου τριάντα σημεία του υποβλητικού παλιού βιομηχανικού χώρου. Καθώς ο καλλιτέχνης δουλεύει επί δεκαετίες στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις, προσδοκά από τον θεατής θα αναζητήσει, θα βρει και θα βιώσει με τις δικές του εμπειρίες μερικές από τις πιο σύνθετες ιδέες που ο Αντωνάκος έχει βρει στη ζωή και την τέχνη του.