21 Φεβ 2011

«Άγριες σκέψεις» για την χαρακτική


Το κύμα έξω από την Κουναγκάουα του Χατσουσίκα Χοκουσάι
Ο Κλοντ Λεβί Στρος, ο σπουδαίος εκσυγχρονιστής της Ανθρωπολογίας, ο επίμονος υποστηρικτής της ισοδυναμίας πολιτισμένης και «άγριας σκέψης» (εφημερίδα «Καθημερινή» 20 Φεβρουαρίου 2011), διαπιστώνει: «Οι (σ.σ. "άγριοι") πολιτισμοί μας ενθαρρύνουν να απορρίψουμε τον διαχωρισμό ανάμεσα στο νοητό και το αισθητό που κηρύσσουν οι παρωχημένες μορφές του εμπειρισμού και της μηχανοκρατίας και να ανακαλύψουμε μια κρυφή αρμονία ανάμεσα στην αέναη αναζήτηση νοήματος από τον άνθρωπο και τον κόσμο στον οποίο εμφανίστηκε και εξακολουθεί να ζει: έναν κόσμο φτιαγμένο από μορφές, χρώματα, υφή, γεύσεις και οσμές».

Ειδικά τα χρώματα του κόσμου μας, έγιναν πιο λαμπερά και πιο ουσιαστικά υπό την επήρεια της πρωτόγονης (με την έννοια της αρχέγονης) σκέψης και της ευαισθησίας των Ιαπώνων χαρακτών της σχολής ουκίγιο-ε, του Κατσουσίκα Χοκουσάι (1760-1849), του Κιταγκάουα Ουταμάρο (1753-1806)
του Άντο Χιροσίγκε (1797-1858). Τα ιαπωνικά έγχρωμα χαρακτικά, οι «εικόνες του κόσμου ή της ζωής που κυλάει», με την φυσική και ανεπιτήδευτη οπτική τους, την ασυμμετρία τους, το διακοσμητικό χρώμα και το εκφραστικό σχέδιο, ώθησαν τους Ευρωπαίους καλλιτέχνες να αποδεσμευτούν από καθιερωμένες συμβάσεις και να ανακαλύψουν απροσδόκητες, αλλά και φιλοσοφημένες εικόνες της ζωής.

Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι – όπως ο Εντουάρ Μανέ (1832-1883), η αφετηρία της μοντέρνας ζωγραφικής – αφέθηκαν πρώτοι στην επιρροή των ξυλογραφιών από την Άπω Ανατολή και τους ακολούθησαν αργότερα ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890) και ο Πολ Γκογκέν, ο οποίος για να φτάσει στις «Βάρβαρες Ιστορίες» του, θυσίασε στην αναζήτηση της αγνότητας και της ομορφιάς σχεδόν τα πάντα, την επιτυχημένη καριέρα του χρηματιστή, τους φίλους του, την οικογένειά του, τον ίδιο τον εαυτό του...

Οι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ήταν ταραγμένες. Στην κοινωνία και στην τέχνη, η συσσωρευμένη ενέργεια αναζητούσε νέες διεξόδους. Το 1870 η Γαλλία ηττήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία κι ο Γαλλογερμανικός πόλεμος που ξέσπασε εκείνη τη χρονιά, προκάλεσε άλλη μια επανάσταση στο Παρίσι. Αυτά τα δημόσια τραύματα μοιάζει να μην φαίνονται στο έργο των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων. Ίσως γιατί τους ενδιέφερε το γιατρικό και όχι η πληγή. Αυτό φαίνεται καλύτερα στην αντιμετώπιση από την Τέχνη κάποιων άλλων πληγών της εποχής, για τις οποίες οι καλλιτέχνες μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικοί στην αντιμετώπισή τους.

Η βιομηχανική επανάσταση που ξεκίνησε από τη Μεγάλη Βρετανία πέρασε σαν τυφώνας πάνω από το φυσικό τοπίο, τις ζωές των ανθρώπων της υπαίθρου, αλλά και τον βίο των κατοίκων των πόλεων. Αφού η φύση είχε εξουδετερωθεί και δεν μπορούσε να αποκαταστήσει την πνευματική υγεία που μεταφέρει στο αστικό τοπίο, τότε θα μπορούσε να επιστρατευτεί η Τέχνη.

Η τέχνη, με ανανεωμένο πάθος, νέα ορμή και νέα φιλοσοφία, θα μπορούσε να βάλει τη φύση, το χρώμα, την αισθαντικότητα και την αυθεντικότητα στις ζωές των ανθρώπων. Οι τρόποι αναζητήθηκαν σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες, όπως ήταν η απομονωμένη Ιαπωνία ή η εξωτική Ταϊτή, οι οποίες δεν είχαν αλωθεί από τη βιομηχανική επέλαση. Κι η Τέχνη, όχι μόνο πέτυχε τον σκοπό της, αλλά έβαλε πολύ ισχυρά θεμέλια για να συνεχίσει να τον πετυχαίνει και στο μέλλον, ολόκληρο τον 20ο αιώνα και συνεχίζει και τον 21ο...

2 Φεβ 2011

Η πολύχρωμη ποίηση του Δημήτρη Δαρζέντα



Σαντορίνη (Φηρά), τέμπερα σε χειροποίητο μουσαμά 45Χ60 εκ.
Μπορεί άραγε το ζωγραφικό αποτύπωμα ενός τοπίου να λέει περισσότερα από το ίδιο το τοπίο; Σίγουρα η πραγματική τέχνη μπορεί να το πετύχει , εξάλλου αυτή είναι η μαγεία της, κι αυτό είναι το χάρισμα των σημαντικών καλλιτεχνών. Οπωσδήποτε μπορούν να το διαπιστώσουν οι θεατές των έργων του Δημήτρη Δαρζέντα (1915-1997), ενός ζωγράφου που δεν αναγνωρίστηκε όσο αξίζει η πρωτοποριακή ματιά του, ειδικά πάνω στη Σαντορίνη. Όπως έχει γράψει ο επίκουρος καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Θάνος Χρήστου «ζωγραφική του χρωματικού πάθους μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή του Δημήτρη Δαρζέντα. Η οποία όμως σε καμιά περίπτωση δεν μένει στα εξωτερικά χαρακτηριστικά και την επιφάνεια αλλά διεισδύει στο βάθος με σκοπό να αποδώσει χωρίς να αφηγηθεί, να υμνήσει χωρίς να κολακεύσει, να δει την αλήθεια χωρίς να ωραιοποιήσει. Και τελικά δικαιώνεται το αποτέλεσμα των προσπαθειών του δημιουργού αφού κατορθώνει να κάνει την πραγματικότητα ποίηση και το συναίσθημα χρώμα».